«Πόσο υπέροχο ωστόσο κάνουν τον άνθρωπο η χαρά και η ευτυχία! Πώς πλημμυρίζει η καρδιά με αγάπη!Μοιάζει σαν να θέλεις ν' ανοίξεις όλη σου την καρδιά σε μια άλλη καρδιά, τα θέλεις όλα πρόσχαρα, όλα να χαμογελούν. Και πόσο μεταδοτική είναι η χαρά αυτή! Εχθές στα λόγια της υπήρχε τόση τρυφερότητα, τόση καλοσύνη για μένα στην καρδιά της... »
Το διαχρονικό έργο του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι παρουσιάζει τη μοναξιά, την απομόνωση του ανθρώπου, τη διάψευση των προσδοκιών, το απραγματοποίητο, την καλοσύνη, την τρυφερότητα, την αγάπη και την ευτυχία. Την εποχή της συγγραφής του έργου (1847) ο Ντοστογέφσκι επισήμανε ως ένα αξιοσημείωτο κοινωνικό φαινόμενο τον άνθρωπο-ονειροπόλο. «Ο ονειροπόλος-αν χρειάζεται να τον προσδιορίσω ακριβώς- δεν είναι άνθρωπος, είναι ένα πλάσμα ουδέτερου γένους. »Το έργο αποτυπώνει το ταραγμένο κλίμα της eποχής του 19ου αιώνα σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.
Κατά τη διάρκεια μιας λευκής νύχτας ο κεντρικός ήρωας συναντά τη νεαρή Νάστενκα γρηγορα αναπτύσσεται μια σχέση μεταξύ τους. Οι δύο νέοι συναντιούνται και συζητούν για τα όνειρά τους και τις αγωνίες τους για το μέλλον. Αξιοσημείωτη είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ήρωα και οι μεγάλοι μονόλογοι του που παρουσιάζουν ζητήματα ηθικής και αποκαλύπτουν πτυχές της ψυχοσύνθεσής του.
«Ήταν, μήπως, όνειρο όλα αυτά- κι αυτός ο κήπος, ερημικός, μελαγχολικός κι εγκαταλειμμένος, που στα δρομάκια του είχαν φυτρώσει μούσκλα, απομονωμένος, σκυνθρωπός, ο κήπος στον οποίο περπατούσαν οι δυο τους τόσο συχνά, αντλούσαν ελπίδες, μελαγχολούσαν, αγαπούσαν αγαπούσε ο ένας τον άλλο ώρες ολόκληρες, «ώρες ολόκληρες και τόσο τρυφερά. »
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου