Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός το βιβλίο της Victoria Hislop με τίτλο «Μια νύχτα του Αυγούστου».
25 Αυγούστου 1957: Η μέρα που οι θεραπευμένοι από τη λέπρα επιστρέφουν στην Πλάκα και η πόρτα στη Σπιναλόγκα κλείνει. Εκείνο το βράδυ όλοι οι κάτοικοι γιορτάζουν την νίκη τους στο αγώνα κατά της ασθένειας και του κοινωνικού στιγματισμού. Το γλέντι διακόπτει ο εκκωφαντικός θόρυβος δύο πυροβολισμών. Η τραγωδία της δολοφονίας της Άννας από τον σύζυγο της, Αντρέα Βανδουλάκη στιγματίζει για πάντα τις ζωές όσων έμειναν πίσω και τις οικογένειες τους.
Ο Αντρέας οδηγείται στη φυλακή, ο Μανώλης, ξάδερφος του Αντρέα και εραστής της Άννας εγκαταλείπει τα πάντα και την Κρήτη και καταφεύγει στον Πειραιά, η Μαρία, αδερφή της Άννας αναλαμβάνει την κηδεμονία της μικρής Σοφίας μαζί με τον σύζυγό της. Οι ήρωες προσπαθούν να σχεδιάσουν το μέλλον τους έπειτα από τη δολοφονία.
Οι αναγνώστες στο παρόν βιβλίο έχουν την ευκαιρία να συναντήσουν τα γνώριμα πρόσωπα και τους οικείους χαρακτήρες του Νησιού. Μας παρουσιάζονται ιστορίες ηρώων που δεν είχαν ολοκληρωθεί στο παγκόσμιο best seller με την εισαγωγή κάποιων νέων χαρακτήρων για την εξέλιξη της πλοκής.
Ένα καλογραμμένο έργο που με ρεαλιστικό τρόπο γίνονται σημαντικές αναφορές και περιγραφές της καθημερινότητας του Πειραιά εκείνη την εποχή και της ζωής στη φυλακή της Νεάπολης.
Ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας που ξεχωρίζει είναι η Μαρία, η αδερφή της Άννας που αγωνίστηκε με την αρρώστια, το ίδιο βράδυ που γιόρταζε την απελευθέρωση της από τη Σπιναλόγκα, βίωσε την τραγική απώλεια της αδερφής της, η μητρική της αγάπη έθρεψε τη μικρή Σοφία. Παράλληλα, επισκέπτεται συχνά τον Αντρέα στη φυλακή.
Η κινηματογραφική δράση των ηρώων καθηλώνουν τον αναγνώστη μέχρι την τελευταία σελίδα, ένα τέλος που υπήρξε απότομο.
"Την αμέσως επόμενη στιγμή δύο κρότοι έσκισαν τον αέρα. Ήταν κοφτοί και διαπεραστικοί. Ο κόσμος σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό, νομίζοντας πως είχαν εκτοξευθεί κι άλλες μπαλοθιές στον αέρα για να σηματοδοτήσουν την έναρξη της γιορτής, όπως γινόταν και στους γάμους και στα βαφτίσια, όμως οι κρόκοι που είχαν ακουστεί πριν από λίγο ήταν διαφορετικοί, πιο υπόκωφοι. Κάποιοι από τους παρευρισκόμενους τους αναγνώρισαν ως πιστολιές κι έφυγαν από το γλέντι για να πάνε να εντοπίζουν την πηγή της."
Φωτογραφία και κείμενο: Άννα Δραγάτση
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου